δωρητικος

δωρητικος
    δωρητικός
    3
    любящий дарить, щедрый Plat.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "δωρητικος" в других словарях:

  • δωρητικός — δωρητικός, ή, όν (AM) 1. αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει στη δωρεά 2. αυτός που έχει την τάση να δωρίζει …   Dictionary of Greek

  • δωρητικός — concerned with giving masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρητικόν — δωρητικός concerned with giving masc acc sg δωρητικός concerned with giving neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρητικοί — δωρητικός concerned with giving masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρητικούς — δωρητικός concerned with giving masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρητική — δωρητικός concerned with giving fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρητικήν — δωρητικός concerned with giving fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρητικῶς — δωρητικός concerned with giving adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»